- πτεροβαμων
- πτεροβάμωνπτερο-βάμων
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πτεροβάμων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που κινείται με φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] … Dictionary of Greek
πτεροβάμοσι — πτεροβάμων moving on wings masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek